- εκσφραγίζομαι
- ἐκσφραγίζομαι (Α)1. αποκλείομαι, κλείνομαι έξω2. (για συμβόλαιο) είμαι σφραγισμένος3. καταγράφομαι και επικυρώνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκσφραγισθεῖσαν — ἐκσφραγίζομαι to be shut out from aor part mp fem acc sg ἐκσφρᾱγισθεῖσαν , ἐκσφραγίζομαι to be shut out from aor part pass fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκσφραγισάμενος — ἐκσφραγίζομαι to be shut out from aor part mp masc nom sg ἐκσφρᾱγισάμενος , ἐκσφραγίζομαι to be shut out from aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)